- κοίμη
- κοιμάωlullpres imperat act 2nd sg (doric)κοιμάωlullpres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)κοιμάωlullimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιμῇ — κοιμάω lull pres subj mp 2nd sg (doric) κοιμάω lull pres ind mp 2nd sg (doric) κοιμάω lull pres subj act 3rd sg (doric) κοιμάω lull pres ind act 3rd sg (doric) κοιμάω lull pres subj mp 2nd sg (epic ionic) κοιμάω lull pres ind mp 2nd sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιμήθρα — κοιμήθρα, ἡ (Α) τόπος κατάλληλος για ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοιμη τού κοιμώμαι (πρβλ. αόρ. ἐ κοιμή σ ατο) + κατάλ. θρα (πρβλ. εμ βλή θρα, κολυμβή θρα)] … Dictionary of Greek
καλινδήθρα — και ἀλινδήθρα, ἡ (Α) τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλινδοῦμαι + κατάλ. θρα (πρβλ. κοιμή θρα, κυλινδή θρα)] … Dictionary of Greek